- κεφαλίτης
- κεφᾰλ-ίτης [ῑ] λίθοςA corner-stone, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεφαλίτης — κεφαλίτης, ὁ (Α) φρ. (κατά τον Ησύχ.) «κεφαλίτης λίθος» ακρογωνιαίος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + κατάλ. ίτης (πρβλ. αυλ ίτης, οδ ίτης)] … Dictionary of Greek
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
κεφαλιτοπαραμήκης — κεφαλιτοπαραμήκης, ὁ (Α) φρ. «κεφαλιτοπαραμήκης λίθος» επιμήκης οικοδομικός λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλίτης + παραμήκης «επιμήκης»] … Dictionary of Greek